πολυγλώχιν

πολυγλώχιν
ὁ, ἡ, Α
1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.)
2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι-γλώχιν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”